άφτρα

άφτρα
η
(από το ρ. άπτω), φιτίλι λυχναριού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άφτρα — η η άφθα* …   Dictionary of Greek

  • άφθα — Εκδήλωση φλεγμονής, που συνήθως εντοπίζεται στη γλώσσα και γενικά στο βλεννογόνο του στόματος. Οι ά. είναι εξελκώσεις στρογγυλωπές, μεγέθους φακής, χρώματος λευκόφαιου, επώδυνες ιδιαίτερα κατά τη μάσηση. Προκαλούνται από ιογενείς λοιμώξεις σε… …   Dictionary of Greek

  • άπτρα — η βλ. άφτρα …   Dictionary of Greek

  • θέρμιον — θέρμιον, τὸ (ΑΜ) μσν. είδος νόσου, άφτρα αρχ. μικρό λούπινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θέρμος*] …   Dictionary of Greek

  • σιγγρίασις — και σιγρίασις, άσεως, ἡ, Μ αβαθής και επώδυνη εξέλκωση τού βλεννογόνου τής στοματικής κοιλότητας τών ιπποειδών, η άφτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σίγραι] …   Dictionary of Greek

  • άφθα — άφθα, η και άφτρα, η (ιατρ.), πάθηση του στόματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιτίλι — το (λ. τουρκ.) 1. θρυαλλίδα, χοντρό νήμα κεριού, καντήλας, λυχναριού, λάμπας, που ανάβει: Σώθηκε το φιτίλι της καντήλας. 2. πυροδοτική θρυαλλίδα, άφτρα: Ο δυναμίτης παίρνει φωτιά με φιτίλι. 3. βύσμα έλκους που προκαλεί την αποχέτευση του πύου:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαλιδοκέρι — το 1. λαβίδα με την οποία καθαρίζουν την άφτρα του κεριού, κεροψάλιδο. 2. είδος σκιστού παλτού που φορούσαν παλιότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”